- προκαταβολῆς
- προκαταβολήpayment on accountfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπάρωμα — το [καπαρώνω] 1. η δόση προκαταβολής 2. η εξασφάλιση αγοράς ή μίσθωσης με προκαταβολή … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
προμέρισμα — το, Ν [προμερίζω] είδος προκαταβολής που δίνεται στους μετόχους ανώνυμης εταιρείας έναντι τού οριστικού μερίσματος που θα λάβουν από τα προβλεπόμενα κέρδη τής τρέχουσας χρήσης … Dictionary of Greek
υπόληψη — η / ὑπόληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑπόλημψις, Α [ὑπολαμβάνω] η καλή γνώμη που διαμορφώνει κανείς για κάποιον ή για κάτι, εκτίμηση, σεβασμός (α. «είναι άνθρωπος με υπόληψη» β. «ἔργοις τὴν δόξαν καὶ τὴν τῶν στρατιωτῶν ὑπόληψιν ἐπιστοῡτο»,… … Dictionary of Greek
προκαταβολή — η η πράξη και το αποτέλεσμα του προκαταβάλλω, προπληρωμή, το ποσό της προκαταβολής: Χωρίς προκαταβολή δε δίνει πράμα ο έμπορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)